αυτοδύναμος — η, ο (AM αὐτοδύναμος, ον) αυτός που έχει δική του δύναμη, που είναι ισχυρός καθ εαυτόν νεοελλ. φρ. «αυτοδύναμη κυβέρνηση» κυβέρνηση που διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και δεν ζητά στήριξη από άλλες παρατάξεις … Dictionary of Greek
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αυτοτελής — ές (AM αὐτοτελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης αφεαυτού, αυτάρκης 2. ανεξάρτητος, αυθύπαρκτος αρχ. 1. απόλυτος, αυτοδύναμος 2. αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, επαρκής, αυτοσυντήρητος 3. αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει μόνος τις… … Dictionary of Greek
αυτόνομος — η, ο (AM αὐτόνομος, ον) αυτός (άνθρωπος ή τόπος) που διοικείται από νόμους που έχει θέσει ο ίδιος, αυτοκυβέρνητος, ανεξάρτητος νεοελλ. 1. αυτοτελής, αυτοδύναμος 2. εκκλ. το αυτόνομον ή «αυτόνομη Εκκλησία» καθεστώς κάποιας Εκκλησίας, η οποία έχει… … Dictionary of Greek
ԻՆՔՆԱԶՕՐ — ( ) NBH 1 0857 Chronological Sequence: Unknown date, 9c ա. αὑτοδύναμος per se potens. որ յինքենէ ունի զօրութիւն. ինքնին հզօր. ըստ ինքեան կարօղ. *Ինքնիշխան. ինքնիշխան, ինքնազօր, ամենազօր. Շար.: *Անքնին ինքնազօր ձայնիւ հրամայեալ. Նանայ.: ՆՔՆԱԶՕՐ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)